ξαίνει

ξαίνει
ξαίνω
scratch
pres ind mp 2nd sg
ξαίνω
scratch
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξαίνω — (ΑΜ ξαίνω) (σχετικά με έριο ή λινάρι) χτενίζω για να τό καταστήσω κατάλληλο για κλώσιμο, λαναρίζω («εἴριά τε ξαίνειν καὶ δουλοσύνην ἀνέχεσθαι», Ομ. Οδ.) νεοελλ. παροιμ. α) «ξαίνει, ξαίνει η παπαδιά, κι ο παπάς ξεβράκωτος» λέγεται για εκείνους που …   Dictionary of Greek

  • εριοραβδιστής — ἐριοραβδιστής, ὁ (Α) (παπυρ.) αυτός που ραβδίζει, που ξαίνει τα έρια, ο ξάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + ραβδιστής (ραβδίζω)] …   Dictionary of Greek

  • κτενάς — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821, από την Αθήνα (το επώνυμο αναφέρεται και ως Χτενάς). 1. Παναγής. Ονομαζόταν και Μπατζακάτσας. Με την έκρηξη της Επανάστασης στην Αττική τον Απρίλιο του 1821, κατετάγη στα επαναστατικά σώματα μαζί… …   Dictionary of Greek

  • λαναράς — ο [λανάρι] 1. αυτός που ξαίνει μαλλί, βαμβάκι ή λινάρι με το λανάρι 2. ο χειριστής λαναριστικής μηχανής 3. ο κατασκευαστής ή πωλητής λαναριών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”